- ὀρθωσίᾳ
- ὀρθωσίᾱͅ , ὀρθωσίαfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὀρθωσία — Ὀρθωσίᾱ , Ὀρθωσία fem nom/voc/acc dual Ὀρθωσίᾱ , Ὀρθωσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθωσία — ὀρθωσίᾱ , ὀρθωσία fem nom/voc/acc dual ὀρθωσίᾱ , ὀρθωσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρθωσίᾳ — Ὀρθωσίαι , Ὀρθωσία fem nom/voc pl Ὀρθωσίᾱͅ , Ὀρθωσία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ορθωσία — Όνομα δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Φοινίκης, στις εκβολές του ποταμού Ελεύθερου, ο οποίος ήταν το φυσικό σύνορο της Σελευκίδας με τη Φοινίκη και την Κοίλη Συρία. Επειδή στη διάρκεια του τρίτου Συριακού πόλεμου (247 239 π.Χ.) η πόλη αυτή… … Dictionary of Greek
ορθωσία — Όνομα δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Φοινίκης, στις εκβολές του ποταμού Ελεύθερου, ο οποίος ήταν το φυσικό σύνορο της Σελευκίδας με τη Φοινίκη και την Κοίλη Συρία. Επειδή στη διάρκεια του τρίτου Συριακού πόλεμου (247 239 π.Χ.) η πόλη αυτή… … Dictionary of Greek
Ὀρθωσίας — Ὀρθωσίᾱς , Ὀρθωσία fem acc pl Ὀρθωσίᾱς , Ὀρθωσία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθωσίας — ὀρθωσίᾱς , ὀρθωσία fem acc pl ὀρθωσίᾱς , ὀρθωσία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρθωσίαν — Ὀρθωσίᾱν , Ὀρθωσία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθωσίαν — ὀρθωσίᾱν , ὀρθωσία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρθωσιέων — Ὀρθωσία fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)